Πέμπτη 27 Ιουνίου 2019

τέλη Ιούνη



*Από κει που γεύεσαι τη δρόσα και τη χλόη και τ' ουρανού την ένδοξη λαμπρή την όψη, ως το να πεις "Μου λείπει ο κάτω κόσμος, οι ρίζες και οι σκώληκες ζητούν εμένα", μιας στιγμής απόφαση- όταν η στιγμή φοράει τη προβιά της Εποχής.
*Μα δε σου'λειψε ποτέ ο κάτω κόσμος, μήτε νοιάστηκες ποτέ για των εντόμων τη βάρβαρη χροιά: μόνο για το ότι το δέρμα σου ζητάει ό,τι δε μπορεί να γλύψει, και ό,τι γεμίζει σα φορτίο την απόσταση απ' τη καρδιά μέχρι την αορτή, την αμυγδάλα και τη κλειτορίδα (ό,τι σε κάνει σάρκα στο εδώ) προστάζεις να ηρεμήσει.
*Μα δεν ηρεμεί ποτέ. Εκτός κι αν γλιστρήσει κάτω απ' τις ρίζες και κει που οι φωνές αντηχούν γιατί ο χώρος τους ανήκει.

Η Ινάννα κατεβαίνει στο κάτω κόσμο να συναντήσει το θάνατο, δηλαδή την αδερφή της, δηλαδή τον εαυτό της. Όταν κρέμεται από τσιγκέλια, δαρμένο δέρμα κι όχι θεά πόσο μάλλον άνθρωπος, η Ερεσχιγάλ πονάει με πόνους γέννας: αυτό που παρ' ολίγον θα γεννούσε είναι ο Τυφώνας: ή, η Εποχή που λέγεται Τυφώνας. Εκεί που κορμιά μεταξύ πνοής και στασιμότητας περιφέρονται δίχως σκοπό- ή: ο σκοπός των κορμιών είναι πλέον να πέφτουν στα σαγόνια του απερίγραπτου, μη-περιγράψιμου χάους που ονομάζεται Τυφώνας.

Ασεξουαλικά όντα με τη μορφή μύγας, φτιαγμένα απ' το θεό της νόησης, είναι αυτά που αποτρέπουν την Εποχή του Τυφώνα να πραγματωθεί όπως της αρμόζει. Σα μίμοι κοροϊδεύουν τη μήτρα του θανάτου και ο Τυφώνας αποβάλλεται στα κρύα τσιμέντα παλατιών που δεν αξίζουνε παλάτια. Και η θεά από κρέας παζαρεύεται να επιστρέψει στη θεά.
Και ο Τυφώνας απλά περιμένει.