Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2019

ΠΡΟΣ ΣΑΝΙΔΟΛΑΤΡΕΣ






ΠΡΟΣ ΣΑΝΙΔΟΛΑΤΡΕΣ
====================

Ορθόδοξοι και παππικοί ίδια σκατά ίδιοι  σταυροί
την εικόνα να γεμίζεις φλέμα να ξεχνάς πως συντηρείς το ψέμα
με λες μαυριδερό, άθεο, πουστάρα
θα γίνω ο φόβος σου θα γίνω η Ινάννα η Πουτάνα

Θα γίνω ιός να σβήσω τη γενιά σου
Θα γίνω μουσουλμάνος να γαμήσω τα παιδιά σου


Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2019

ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΜΠΡΟΣ



Με το δόρυ μου σε σκίζω χρόνε Κρόνε πατέρα σήψης ανελέητε φονιά
προς το σκοτάδι τρέχω στο Μεγάλο Ύπνο που με γέννησε επιστρέφω
Δίχως φόβο μήτε οργή στα σαγόνια του τίποτα προσφέρω γέλιο κραυγή κρασί και μέλι
Ούτε παράδεισος ούτε ύπνος. Ούτε άλλο δέρμα ούτε αιώνια επιστροφή:
Θα λογχέψω το θεριό που θα με καταπιεί
και όπως πριν έτσι και μετά σιωπή.


=====================

Αιώνα μου κτήνος μου, ποιος τολμά να σε κοιτά στα μάτια
και ν' απαιτεί τροφή για χίλια νεογνά;
Ποιος τολμά να υψώνεται μπροστά σου και μες τη ζάλη της στιγμής
να δείχνει πιάτα αδειανά;
Ποιανού τα δάχτυλα που χτες υψώνονταν σα δικαστές
θα στολίσουν το λαιμό σου;
Ποια εποχή φοράει της λεχώνας τα ριχτάρια 
και ζητά συμπόνοια για της λεπρής στιγμής το μούδιασμα;
Πόσους ήρωες να γεννήσει η φυλή αυτή
το θάνατο να ψάξουν με ευχολόγια ιστορίας;
Πόσοι ήρωες, Αιώνα, Κτήνος μου,
θα ντυθούν με νεκρικής πυράς μανδύα,
πριν αντηχήσει ο βρυχηθμός σου στη στεριά
στη θάλασσα, στη φωτιά και τον αέρα,
ο βρυχηθμός πριν τον πολιτισμό,
που υπενθυμίζει στις σκιές των όσων ξεχάσαμε
και όσων πασχίζουμε να ξεχάσουμε και δε μπορούμε, πως:
"Είμαι εδώ. Κατέβηκα. Επέστρεψα"
Και επιτέλους, είσαι εδώ. Κατέβηκες. Επέστρεψες!

Σάββατο 6 Ιουλίου 2019

Οι στίχοι ως τώρα



ΤΑ ΣΑΓΟΝΙΑ ΠΟΥ ΑΠΑΙΤΟΥΝ
==============================



0) ΓΚΡΑΝΦΑΛΟΥΝ
-----------------------------

Πτώματα, πτώματα,
δίχως πνοή, νεκρή στιγμή
Εμείς, εμείς,
οι ηττημένοι και δειλοί, στης λόγχης τη κορφή.

Σπάσε το κορμί και η ψυχή ακολουθεί
πίσω απ' τα τείχη από σάρκα
Και όταν γεμίσει η πηγάδα από κορμιά
οι νεκροί θα γίνουμε εμείς.

Εμείς, εμείς,
οι ηττημένοι και δειλοί στης λόγχης τη κορφή.





1) ΝΑΡΑΣΙΜΧΑ
----------------------

Χαμένος στη φασαρία, για άλλη μια φορά,
το μόνο που απαιτείς είναι μια προσφορά,
μια συνθήκη με το τώρα, μια φόρμα που αψηφά την αλλαγή:
μια κίνηση που δε φοβάται, ένα εμπόδιο που δε ξεχνά,
μια στιγμή που αντηχεί από όταν ο πολιτισμός ήτανε κραυγή:

οι πυλώνες σπάνε, ο βρυχηθμός ξεσπά
η γιορτή ξεκίνησε και η φύση αλυχτά
"Ναρασίμχα", "Ναρασίμχα", "Ναρασίμχα"
τα κορμιά δίνουν κορμιά σε σαγόνια μέχρι πριν κλειστά.

Αν πρέπει να προσφέρω χέρια, θα παύσω να προσεύχομαι
Κι αν πρέπει να προσφέρω πόδια, θα μάθω να σέρνομαι
σα το σκουλήκι στα χορτάρια
Αν προσφέρω μάτια, θα φαντάζομαι
και αν προσφέρω γλώσσα από φωτιά θα μουρμουράω στα αμπέλια
τον Αύγουστο το βράδυ,
"Ναρασίμχα", "Ναρασίμχα", "Ναρασίμχα",
η ζωή στέλνει ζωή στη νεκρική πυρά και όλα συνεχίζουν όπως πριν.




Πέμπτη 27 Ιουνίου 2019

τέλη Ιούνη



*Από κει που γεύεσαι τη δρόσα και τη χλόη και τ' ουρανού την ένδοξη λαμπρή την όψη, ως το να πεις "Μου λείπει ο κάτω κόσμος, οι ρίζες και οι σκώληκες ζητούν εμένα", μιας στιγμής απόφαση- όταν η στιγμή φοράει τη προβιά της Εποχής.
*Μα δε σου'λειψε ποτέ ο κάτω κόσμος, μήτε νοιάστηκες ποτέ για των εντόμων τη βάρβαρη χροιά: μόνο για το ότι το δέρμα σου ζητάει ό,τι δε μπορεί να γλύψει, και ό,τι γεμίζει σα φορτίο την απόσταση απ' τη καρδιά μέχρι την αορτή, την αμυγδάλα και τη κλειτορίδα (ό,τι σε κάνει σάρκα στο εδώ) προστάζεις να ηρεμήσει.
*Μα δεν ηρεμεί ποτέ. Εκτός κι αν γλιστρήσει κάτω απ' τις ρίζες και κει που οι φωνές αντηχούν γιατί ο χώρος τους ανήκει.

Η Ινάννα κατεβαίνει στο κάτω κόσμο να συναντήσει το θάνατο, δηλαδή την αδερφή της, δηλαδή τον εαυτό της. Όταν κρέμεται από τσιγκέλια, δαρμένο δέρμα κι όχι θεά πόσο μάλλον άνθρωπος, η Ερεσχιγάλ πονάει με πόνους γέννας: αυτό που παρ' ολίγον θα γεννούσε είναι ο Τυφώνας: ή, η Εποχή που λέγεται Τυφώνας. Εκεί που κορμιά μεταξύ πνοής και στασιμότητας περιφέρονται δίχως σκοπό- ή: ο σκοπός των κορμιών είναι πλέον να πέφτουν στα σαγόνια του απερίγραπτου, μη-περιγράψιμου χάους που ονομάζεται Τυφώνας.

Ασεξουαλικά όντα με τη μορφή μύγας, φτιαγμένα απ' το θεό της νόησης, είναι αυτά που αποτρέπουν την Εποχή του Τυφώνα να πραγματωθεί όπως της αρμόζει. Σα μίμοι κοροϊδεύουν τη μήτρα του θανάτου και ο Τυφώνας αποβάλλεται στα κρύα τσιμέντα παλατιών που δεν αξίζουνε παλάτια. Και η θεά από κρέας παζαρεύεται να επιστρέψει στη θεά.
Και ο Τυφώνας απλά περιμένει.