Με το δόρυ μου σε σκίζω χρόνε Κρόνε πατέρα σήψης ανελέητε φονιά
προς το σκοτάδι τρέχω στο Μεγάλο Ύπνο που με γέννησε επιστρέφω
Δίχως φόβο μήτε οργή στα σαγόνια του τίποτα προσφέρω γέλιο κραυγή κρασί και μέλι
Ούτε παράδεισος ούτε ύπνος. Ούτε άλλο δέρμα ούτε αιώνια επιστροφή:
Θα λογχέψω το θεριό που θα με καταπιεί
και όπως πριν έτσι και μετά σιωπή.
=====================
Αιώνα μου κτήνος μου, ποιος τολμά να σε κοιτά στα μάτια
και ν' απαιτεί τροφή για χίλια νεογνά;
Ποιος τολμά να υψώνεται μπροστά σου και μες τη ζάλη της στιγμής
να δείχνει πιάτα αδειανά;
Ποιανού τα δάχτυλα που χτες υψώνονταν σα δικαστές
θα στολίσουν το λαιμό σου;
Ποια εποχή φοράει της λεχώνας τα ριχτάρια
και ζητά συμπόνοια για της λεπρής στιγμής το μούδιασμα;
Πόσους ήρωες να γεννήσει η φυλή αυτή
το θάνατο να ψάξουν με ευχολόγια ιστορίας;
Πόσοι ήρωες, Αιώνα, Κτήνος μου,
θα ντυθούν με νεκρικής πυράς μανδύα,
πριν αντηχήσει ο βρυχηθμός σου στη στεριά
στη θάλασσα, στη φωτιά και τον αέρα,
ο βρυχηθμός πριν τον πολιτισμό,
που υπενθυμίζει στις σκιές των όσων ξεχάσαμε
και όσων πασχίζουμε να ξεχάσουμε και δε μπορούμε, πως:
"Είμαι εδώ. Κατέβηκα. Επέστρεψα"
Και επιτέλους, είσαι εδώ. Κατέβηκες. Επέστρεψες!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου