Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

Σημειώσεις απ' τη Πόλη 3







*Οι Τρομπέτες των αγγέλων της Αποκάλυψης σφυράνε με μεγαλειώδη λύσσα, για να κρύψουν τις πορδές μετάνοιας των χρηστών τους. Ή αλλιώς: Ο κουφός και ο κλανιάρης, στα νταούλια πάνε.


Ο εγωπαθής μπεκρής κύλησε στ' αυλάκι με φόρα, κάθε του κίνηση συνοδευόμενη από ένα μη πραγματοποιήσιμο ,εικονικό κρεσέντο προς την άβυσσο της αξιοπρέπειας, καθώς ήταν ολοφάνερο πως καμία αξιοπρέπεια πλέον δεν έδινε δεκάρα για αυτόν και αυτούς σα τη φάρα του. Μόνο στα χαρτιά βέβαια, μιας και σαφέστατα, για του γνώστες του πολεμικού χορού ζευγαρώματος που ονομάζεται Κάθεμέρα, η αξιοπρέπεια ληγουρεύεται τον παρτενέρ της σα τα τρία πρόσωπα της Θεάς, ή τις τρεις φάσεις του αιδοιου ανά τα χρόνια, αν προτιμάτε:

-σφιχτό, ζεστό, νεανικό παρθένο, ντροπαλό να ανοίξει τα μάτια του να δει τον κόσμο ως έχει, και αυτό είναι που κάνει το γέρικο, ανώμαλο κτήνος μέσα στη πιο αγνή ψυχή, να ραπίσει τη Γη με αίμα, μέχρι να καταφέρει να γίνει ο Ματάκιας, αυτού του υπέροχου Τέταρτου Ματιού της ψυχής. Για να προλάβει πρώτος, να χώσει με μανία το δάχτυλο, ψάχνοντας ένα αόρατο κουδούνι, δηλαδή τη φαντασιακή του αψεγάδιαστη μελωδία της ντροπής, χαρτογραφώντας το σπήλαιο που όλα ανθίζουν απ' αυτό, το απόλυτο Κενό, αδιάφθορο απ' τη γλυκιά νοσταλγία του μέλλοντος, που με μαθηματική ακρίβεια θα φέρει τη γεννοβόλα, τη πρώτη κίνηση. Ο άνθρωπος είναι ένα σκουλήκι με καρδιά που πάλλεται από αγάπη και σιχαμάρα, αυτό το βρωμερό, υπέροχο ζώο, ο μονόματος λύκος που βγάζει τη προβιά του ανθρώπου και χώνεται στο τίποτα, μάταια προσμένοντας με δάκρυα στα μάτια και υγρά στα ρουθούνια την απελευθέρωσή του από το Εδώ.

-υγρό, ελαστικό, με την ωριμότητα της θεάς-πουτάνας και της Παναγίας που καβαλάει τον Τυφώνα, δεκτικό στις αμαρτίες του ανήρ: διότι τότε όλοι οι ηττημένοι μαζεύονται σε κύκλους και ανεξαρτήτως φύλου ή κοσμοθεωρίας, αυνανίζονται στις κερασιές που ανθίζουν με τη βία, παραδωμένες κι αυτές στις φερομόνες που τσακίζουν κάθε αντίσταση σε ό,τι αναπνέει. Η στιγμιαία απόφαση ότι αυτό που φέρει τη λογική και τη μαγεία, αξίζει να διαιωνιστεί περαιτέρω, στη σειρά από αλυσίδες σπείρες και καπνόκυκλους που κάλλιστα θα μπορούσαν να φυτεύουν οι εχθροί μας για εμάς. Και ιερή αποστολή της νέας ζωής είναι να ζήσει με τη χειρότερη σκιά όσων την ανέθρεψαν, να βιαστεί από τον κώλο απ' την εν λόγω σκιά (των όσων ίσως γίνονταν μα τώρα είναι εμμονές) και να τη κάψει με φόντο εικόνες από δαχτυλίδια του Κρόνου. Ιερή αποστολή της νέας ζωής είναι να φτιάξει σπείρες και να μασουλήσει με αγάπη, λαγνεία και χρυσό εμετό, όσα δεν άξιζε ποτέ να κατέχει. Εκεί στέκει το δεύτερο πρόσωπο της Θεάς: η Μάνα που αφού οδηγήσει τα παιδιά της με το ζόρι να σαγηνευτούν από τα κάλη της και τα αποπλανήσει, τα σφαγιάζει στα κρεβάτια τους το μεσημέρι, για να θρηνήσει τα μεσανύχτα με το ζόρι. Πόση απόλαυση και ηρεμία κρύβει τούτο το χουνέρι της! Τι πιο αποτελεσματικό από την οργιώδη βία δυο σουπερνόβα αστέρων που αλληλοτσακίζονται, για να σπείρουν κομμάτια ζωής κι ανάσες σε ένα σημείο του πουθενά; Τι πιο υπέρλαμπρο απ' τη μαύρη τρύπα που ξερνάει αντανακλάσεις, ιδέες ύπαρξης, απ' το λαμπρό σα δέκα ευχές ειλικρινείς, λατρείας αξίζον σπήλαιο τούτο, της υπέρτατης Γυνής που δεν υπάρχει, το δώρο αυτό στη φαντασία του σκατόζωου, εμάς, που παράγει ευκαιρίες για παρακμή και ζάλη της πύρρειας νίκης του Απόψε; Γελάμε μπρος στις χαμένες προοπτικές, και καταριόμαστε τις ρώγες που θήλασαν το πρώτο σκεπτόμενο πιθήκι, μα δίχως την ανάγκη να νιώσουμε ζωντανοί στο Εδώ, καμία αψεγάδιαστη χίμαιρα δε θα'χε κατοικήσει σε αυτό το πλανήτη.

-σάπιο, κοκάλινη παγίδα για το έντομο της λίμπιντο που θαρρεί κανείς πως φιγουράρει εις τα εντός του, μέγαιρα γριά ξιπασμένη που η ανάσα της είναι ψόφος κρύος και μόνος, πάντα μόνος. Η Ιξτάμπ, πατρόνα των παρατημένων στην καρτεσιανή όστια που διδαχές κοτσάρανε στο πέτο μας. Τι πιο απαραίτητο όμως, για τη σιγουριά της λήθης πέραν από τις ψευδοϋποσχέσεις του Εγώ για Ομορφιά; Έτσι ομιλεί ένας εθισμένος στην Ιξτάμπ, δηλαδή εραστής της για τα δευτερόλεπτα που του αντιστοιχούν πριν τη λήξη: "Δώσμου ένα σώμα- θα το σπάσω  στα δύο σα καρβέλι ψωμί. Δώσε μου μια νόηση- θα τη τσιμπήσω στο μάγουλο μέχρι το δέρμα να υποχωρήσει στα δάχτυλά μου και μόνο κραυγές και αίμα θα παράγει πλεόν. Δώσμου μια ψυχή- θα τη λιώσω με τη μπότα μου σαν νεοσσό που έπεσε απ' τη φωλιά του κατά λάθος, ακριβώς πριν πάει να κελαηδήσει για πρώτη του φορά. Δώσε μου ύλη- θα τη σπαταλήσω στο να καταστρέψω και να λεηλατήσω ό,τι θεωρεί ο άνθρωπος ιδανικό, ίσο και δίκαιο. Δώσε μου ιδέες- θα τις ντύσω με νυφικά κατάλευκα, για να γελάσω βροντερά όταν θα τις διαπομπεύσω στα χειρότερα θεριά της πλάσης όλης, που εκσπερματώνουν μόνο ανοίγοντας τρύπες σε λαιμούς και κόβοντας θηλές. Δώσε μου έναν ιερό σκοπό για να αξίζει να ζήσει κανείς πεθαίνοντας για αυτόν- θα κάμω τους νεκρούς να αξίζει να ζουν για να μην εκπληρωθεί αυτός ποτέ για όσους ακόμα αναπνέουν. Δώσε μου μια φαντασίωση- και θα χαράξω με δρεπάνι τις αντανακλάσεις αυτής σε κάθε σημείο της ύπαρξης όσων την αποστρέφονται. Δώσμου γάλα- θα το κάνω μαύρη χολή, πίσσα και κάτουρο αρρωστιάρη αρουραίου. Δώσμου σιτάρι- θα το κάψω μπρος από λοιμασμένα κοπάδια δίποδων και άτριχων πιθήκων. Δώσμου φωνή, και θα κόψω τις φωνητικές μου χορδές πριν προλάβω να αρθρώσω λέξη. Δώσμου όραση, και θα χώσω καρφιά στο κέντρο της κάθε κόρης μου με φανερή ευλάβεια. Δώσε μου κάθε αίσθηση που υπάρχει- θα τη χαλάσω. Δώσμου κάθε απόλαυση που μπορεί να εφευρεθεί- θα την εκμηδενίσω. Ιξτάμπ Ι.Α, αμήν". Σαφώς και ένας τέτοιος τρόπος σκέψης είναι η τελευταία βαθμίδα, θα μπορούσε να πει κανείς, πριν τη μεγάλη αποχώρηση. Όμως μια ματιά έξω απ' τη πόρτα του χώρου αποσκευών που ονομάζει κανείς "οικία", θα τον πείσει για το αντίθετο.

Συνεπώς δεν είχε να χάσει τίποτα αυτό το έκτρωμα του κόσμου, ευγενής σούρας μόνο στο μυαλό του προφανώς, απ' τη κατάβαση στα τρία στάδια αυτά. Προ ολίγου μασούλαγε και μασούλαγε μύκητες που βγαίνουν δίπλα απ' τα περιττώματα, και τώρα το μετρό και ο ηλεκτρικός ήταν σκηνικά θεάτρου . Ο άνθρωπος συνέχιζε να περπατάει στρατιές ολόκληρες στα πεζοδρόμια. Τα μάτια τους κλειστά και το κεφάλι στο έδαφος, δηλώνοντας υποταγή στο φαντασιακό Τίποτα που ντύσανε δυνάστη. Περίχαρες πουτάνες ραντίζανε το κόσμο σάλιο και με ηβικά ξεσπάσματα μαινάδες λογιζόντουσαν και τις παρασέρναν τα αμάξια. Ο Κόσμος έδειχνε μελαγχολικός, και ταυτόχρονα γελοίος- το αεράκι που φυσούσε ήταν δίχως νόημα και η αποστολή του μηδαμινής ουσίας γενικότερα,  το φεγγάρι έμοιαζε να αφοδεύει με γυρισμένη τη πλάτη του σε μας, τους μεταξοσκώληκες, τα αστέρια σταμάτησαν να τεκονοποιούν το ένα με το άλλο και βαριεστημένα στέκαν εκεί σαν αστέρια και τίποτε άλλο, τα πλακόστρωτα της Πόλης ήταν απλά πέτρες η μία δίπλα απ' την άλλη στη σειρά. Μόνο ο άνθρωπος ήταν τόσο υπέροχα ηλίθιος, μέσα στη ψευδονιρβάνα της απειλής που ύφανε με δεξιοτεχνία για αυτόν και μόνο αυτόν. Μονάχα ο άνθρωπος ήταν τόσο δυστυχισμένα όμορφος, μέσα στη βόλη που με ιδρώτα έχτιζε δέυτερο το δεύτερο για να βρει λόγο να ανασάνει κι αύριο. Και όμως: αυτό το γένος ακόμα δεν άξιζε τον αφανισμό, απεφάνθηκε η Παρθένα, η Πόρνη και η Μέγαιρα. Ας παίξει λίγο ακόμα, ας χορέψει λίγο ακόμα και ας πιει μέλι κι ας φάει κρασί: Εδώ, στο Κάθεμέρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου